Λίνα Μπασούκου
“Η κυρία Κλάιν” του Νίκολας Ράιτ, σε μετάφραση Έλσης Σακελλαρίδου και σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη, Μάιος – Δεκέμβριος 2022, Θέατρο Αργώ.
“Τι θα γινόταν αν περιοριζόμουν σε μία όσο το δυνατόν απλούστερη εξωτερική πλοκή και παράλληλα έκανα την εσωτερική ζωή των ηρώων όσο πια λεπτομερή και πλούσια μπορούσα;” γράφει ο Νίκολας Ράιτ χαρτογραφώντας σύντομα το οδοιπορικό γένεσης του έργου του “Η κυρία Κλάιν”, που ανέβηκε πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας το 1988.
Γεννημένη στη Βιέννη το 1882, η Μέλανι Κλάιν ήταν κόρη Πολωνοεβραίου γιατρού. Έχοντας αρχίσει να κάνει ψυχανάλυση με τον συνεργάτη του Φρόυντ Σάντορ Φερέντσι στη Βουδαπέστη, με τη δική του ενθάρρυνση άρχισε να δραστηριοποιείται η ίδια ως ψυχαναλύτρια και να αναλύει αρχικά τα παιδιά της, κάτι που συμφωνούσε με τα ψυχαναλυτικά ήθη της εποχής. Ως το τέλος της ζωής της εργάστηκε με πάθος και συνέπεια για τη διερεύνηση θεμελιωδών ψυχικών καταστάσεων για την ανθρώπινη ύπαρξη, άσκησε κριτική στις φροϋδικές θεωρίες, φώτισε ομιχλώδεις και δύσβατες περιοχές κυρίως στον χώρο της παιδοψυχανάλυσης. Κατά την Κλάιν, οι πρώιμες σχέσεις μητέρας-παιδιού σφραγίζονται από την έντονη εκδήλωση αντίδρασης, από την εκτόξευση οργής του παιδιού στη μητέρα, στο κοντινότερο συναισθηματικά πρόσωπο. Καθώς η οργή αυτή γυρνάει μεγεθυμένη και αλλοιωμένη στον πομπό της, διαμορφώνει ένα συγκρουσιακό πεδίο που θα χαράξει τις συντεταγμένες της συναισθηματικής ζωής του ενήλικου ατόμου.
Στο έργο δραματοποιείται ένα επεισόδιο της ζωής της Μέλανι Κλάιν. Στο Λονδίνο του 1934, αυτή συνεργάζεται στενά με την Πώλα, γραμματέα της και ψυχαναλύτρια, Γερμανοεβραία που κατέφυγε στο Λονδίνο λόγω της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία. Ο θάνατος του γιου της Χανς είναι ο μοχλός που θέτει σε επανεκκίνηση την ήδη προβληματική και ανταγωνιστική σχέση με την κόρη της Μελίτα, επίσης ψυχαναλύτρια, που έρχεται να τη συναντήσει. Η παιδική ηλικία του Χανς σφραγίστηκε από την εξουσιαστική διάθεση της κυρίας Κλάιν, καθώς ο ίδιος ήταν αντικείμενο έρευνας της μητέρας του. Εκείνη δεν μπορεί πια να τον παρατηρήσει, να τον αναλύσει, να τον ερμηνεύσει, ούτε να ελέγξει τη ζωή του. Ως πρόσωπα, μέσα από τη σχέση μητέρας-κόρης, αλλά και ως αντίπαλες ψυχαναλύτριες, η Μέλανι με τη Μελίτα ιδιοποιούνται, καθεμιά για τον εαυτό της, το γεγονός του θανάτου του Χανς, λογομαχούν πάνω σε όλο το φάσμα της μεταξύ τους σχέσης. Κατά την αντιπαράθεσή τους, κυρίως η μητέρα κάνει χρήση των εργαλείων της ψυχανάλυσης, που αποδεικνύεται αναποτελεσματική ως προς τη λύση της σύγκρουσης. Η κόρη εκθέτει ανάγλυφα τον θυμό, το αίσθημα του αδικαίωτου για μια μητρική στοργή που δεν της προσφέρθηκε, ενώ η μητέρα-θεραπεύτρια λειτουργεί ως αγκαθερό αμάλγαμα, που υποδεικνύει, ειρωνεύεται, κατηγορεί. Στα ξεσπάσματα της Μελίτα, η κυρία Κλάιν απαντά με ερμηνευτικά σχήματα- κατασκευές φτιαγμένες από λέξεις, και επιλέγει τη διαμεσολαβητική τους λειτουργία προκειμένου να διαχειριστεί την απώλεια του γιου της.
Η επαγγελματική τους ιδιότητα ωστόσο δεν αρκεί για τη θεραπεία των τραυμάτων τους. Φαίνονται τελικά να οριοβατούν σε οδυνηρά οξύμωρα, καθώς και οι δυο τους αγκιστρώνονται στη σύγκρουση, ενώ η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή αποκαλύπτεται θραυσματικά πίσω από τα λόγια τους. Ωστόσο, δομούν με συνέπεια την αποδόμηση κάθε πιθανότητας να αντιμετωπίσουν με προοπτκή σύγκλισης τα ψυχικά τους φορτία, που αιμορραγούν. Η ένταση αδυνατεί να εκτονωθεί και η όξυνση των πληγών φαίνεται βέβαιο παρεπόμενο. Ο ανθρώπινος νους επιδιώκει να εκλογικεύσει και να ταξινομήσει τις αβεβαιότητες της ύπαρξής του μέσα από συστήματα σκέψης που ερευνούν τα φαινόμενα, όμως το βίωμα, με την υποκειμενική μοναδικότητά του, αντιστέκεται στην οριστική νοηματοδότηση αλλά και στη διυποκειμενική του διαχείριση.
Αφού η Μελίτα φύγει, το αποστασιοποιητικό πρόσωπο της μητέρας καταρρέει, ξεσπάει σε κλάματα για τον Χανς, απέναντι στον οποίο δεν γίνεται πια να επανορθωθεί τίποτα. Το τέλος του έργου συμπίπτει με την έναρξη της ψυχαναλυτικής συνεδρίας. Η κυρία Κλάιν ενδίδει στην επιθυμία της Πώλα να γίνει η ασθενής της. Δηλώνει: “Αισθάνεσαι ίσως ότι έχεις υποκαταστήσει τη Μελίτα ως κόρη μου”, για να λάβει την επιβεβαίωση από την Πώλα: “Την έχω υποκαταστήσει”.
Στην πραγματική ζωή, η συγχώρεση και η αποδοχή ματαιώνονται εξίσου οριστικά. Το 1945, δέκα περίπου χρόνια μετά τον δραματικό χρόνο του έργου, η κόρη της κυρίας Κλάιν ασκεί ανοιχτά κριτική στις ψυχαναλυτικές μεθόδους της μητέρας της, πηγαίνει στην Αμερική, ασχολείται ενεργά με την ψυχιατρική θεραπεία παραβατικών εφήβων και οι δυο τους διακόπτουν κάθε σχέση.
Σε μια λιτή παράσταση, που βασίστηκε κυρίως στις ερμηνείες των ηθοποιών και τη σκηνική τους επικοινωνία, πάγκοι και κλειδωμένα ντουλάπια-μετωνυμία για τα στοιβαγμένα αισθήματα, με ένα επιβλητικό αναρριχητικό φυτό, συνθέτουν ένα ρεαλιστικό σκηνικό περιβάλλον, με τη διακριτική όμως εντύπωση μιας ποιητικότητας. Η Αιμιλία Υψηλάντη διαμόρφωσε μια φαινομενικά ατάραχη, αυτοελεγχόμενη, αμυνόμενη και συμπαγή μέσα στις πολλές ραγισματιές της Μέλανι Κλάιν, μια αγέρωχη μητριαρχική φιγούρα θαρρείς καταδικασμένη στο κυριαρχικό της προφίλ, ιδιαίτερα επιδέξια στην απώθηση της εξωτερίκευσης ενός εσωτερικού πυρήνα ενοχής και τραύματος. Η Νατάσα Καλογρίδη έπλασε μια ερμηνεία υπαινικτικά σπαρακτική αλλά και γήινη, μέσα από την ειλικρίνεια και τη γοητεία των ρωγμών στον ευαίσθητο και δυναμικό χαρακτήρα της Μελίτα, ενώ η Σάρα Εσκενάζη υπήρξε περισσότερο διεκπεραιωτική, χωρίς σκηνική παρουσία που να αποδίδει οργανικά τα στοιχεία του δραματικού προσώπου της Πώλα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.